- αὐθαιρέτων
- αὐθαίρετοςself-chosenmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαλίκι — το [αγάς] 1. η περιοχή που ανήκει σε αγά 2. ο τρόπος ζωής και η συμπεριφορά που ταιριάζει σε αγά, η αφθονία αγαθών, η καλοπέραση 3. ο φόρος που καταβάλλεται σε αγά 4. η προβολή αυθαίρετων αξιώσεων και απαιτήσεων … Dictionary of Greek
στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κάσον, Λιούις Τόμας — (Sir Lewis Thomas Casson, Μπίρκενχεντ 1875 – 1969). Βρετανός ηθοποιός και παραγωγός του θεάτρου. Από το 1903 εργάστηκε ως επαγγελματίας ηθοποιός σε διάφορα θέατρα στο Λονδίνο, στο Μάντσεστερ και στις ΗΠΑ. Με ιδιαίτερη προτίμηση στο δραματικό… … Dictionary of Greek